ψευδαργυρικός

ψευδαργυρικός
η , ό[ν] цинковый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ψευδαργυρικός" в других словарях:

  • ψευδαργυρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψευδάργυρο 2. αυτός που αποτελείται από ψευδάργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • ψευδαργυρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ψευδάργυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»